τακτῆς

τακτῆς
τακτός
ordered
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τάκτης — ὁ, Α [τάσσω] 1. αυτός που προσδιορίζει και επιβάλλει ορισμένο φόρο 2. άρχων …   Dictionary of Greek

  • τακτῶν — τάκτης assessor of tribute masc gen pl τακτός ordered fem gen pl τακτός ordered masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωροτάκτης — ο, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην χωροταξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + τάκτης (< τάσσω), πρβλ. λιπο τάκτης] …   Dictionary of Greek

  • λιποτάκτης — Στρατιώτης που εγκαταλείπει παράνομα και χωρίς άδεια τις τάξεις του στρατού. Η πράξη του λ. ονομάζεται λιποταξία και τιμωρείται από τον Στρατιωτικό Ποινικό Νόμο. Μεταφορικά λ. καλείται εκείνος που εγκαταλείπει τον ιδεολογικό αγώνα. * * * ο (Α… …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • τακτόμισθος — ὁ, Α βαθμός στον στρατό τών Πτολεμαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάκτης + μισθός (πρβλ. ολιγό μισθος)] …   Dictionary of Greek

  • ἀτάκτης — ἀ̱τάκτης , ἀτακτέω to be undisciplined imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀτακτέω to be undisciplined imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”